Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Ποιος μπορεί;



 
ποιος μπορεί
ν' αντέξει ένα αντίο χωρίς πόνο και θυμό;
ποιος μπορεί
από της μοναξιάς το δρόμο να βγει χωρίς να πληγωθεί;
ποιος μπορεί
στον μέσα κόσμο του να μείνει τη στιγμή που κλαίει η ψυχή;

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Το νησί



 
Ένα πρωινό αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι το οποίο το χρωστούσα στην ψυχή μου.
Χρειαζότανε ένα εισιτήριο το οποίο μόνο ο διάβολος πουλούσε.
Χρειάστηκε να παλέψω με θεούς και δαίμονες οι οποίοι κατοικούσαν στη καρδιά μου και με κρατούσανε για χρόνια παγωμένο.
Τους έκαψα και περπάτησα ένα σκοτεινό καταραμένο μονοπάτι.
Έμενε μόνο η συνάντηση με τον διάβολο.
Έμενε ο φόβος της ήττας και η απορία αν η λαχτάρα για το ταξίδι ήταν πιο δυνατή.

Το κατηγόριο



ποια είναι αυτή που έσπειρε
μέσα στου κεφαλιού μου την κορυφή
αυτόν τον παντογνώστη
αυτόν τον άθλιο κριτή;

Το εγώ μου





μικρή μου καταραμένη πέννα
γιατί πήρες το χέρι μου και άρχισες να γραφεις
μικρή μου καταραμένη πέννα
γιατί ταπεινώνεις το εγώ μου και εναντιώνεσαι μαζί του
μικρή μου καταραμένη πέννα

Σήμερα



όταν συναντήσω το αόρατο κορμί σου
μόλις βαδίσω τον εξαφανισμένο δρόμο
μόνο τότε θα ησυχάσει

Σ' αγαπώ



 
καθώς έψαχνα το χαμένο νόημα
της μηδενικής μου ύπαρξης
αυτό που ποτέ μου δεν μπόρεσα
να βρω στ' αλήθεια
χάθηκα μέσα στα ξεθωριασμένα ποιήματα

Για την αγαπημένη μου Νατάσα





κάποτε που η εφηβεία μεθούσε την ζωή μου
και η ανεμελιά πλημμύριζε τις μέρες μου
ξύπνησα στις εννιά γενάρη ξημερώματα
ταραγμένος σαν κάτι να ήθελε να μου πει ο χειμώνας
σαν να ήθελε το κρύο να ζεστάνει το μοναχικό μου κορμί
σαν να ήθελε κάποια μοίρα να μου πει μια ιστορία που άρχισε να γράφει.
Η εφηβεία μου δεν έδωσε σημασία στην μοίρα
αλλά η καρδιά μου ένιωσε το τσίμπημα της αγάπης και
αγάπησε. 

Μοναξιά




κάθε φορά που χάνεσαι από των ματιών μου το πεδίο
και η απόσταση σβήνει της παρουσίας σου την φλόγα
έρχεται μέσα από το σκοτάδι αυτή η μεγαλύτερη
και πιο τρομακτική μισητή βασίλισσα της αγάπης
αυτή με την αθάνατη αγκαλιά

το διαμαντι



σκισμενο αποκωμα